- διαβολάνθρωπος
- ο1. άνθρωπος πανέξυπνος και δραστήριος: Οι επιτυχημένες επιχειρήσεις στηρίζονται σε διαβολανθρώπους.2. άνθρωπος με πνεύμα κακό και μοχθηρό: Δεν έχει φίλους, γιατί είναι διαβολάνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.